Ποικιλίες: ΜΗΛΟΚΥΔΩΝΑ, ΨΩΜΟΚΥΔΩΝΑ
Το κυδώνι είναι ο καρπός του είδους Κυδωνέα η προμήκης. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει τα 8 μέτρα σε ύψος, και είναι συγγενικό με τη μηλιά και την αχλαδιά. Ο καρπός του έχει χρώμα κίτρινο προς το χρυσό, όταν είναι ώριμο, και έχει σχήμα αχλαδιού. Το εξωκάρπιο είναι αρχικά χνουδωτό και έπειτα λείο και γυαλιστερό. Το μήκος του κυμαίνεται από 7 ως 12 εκατοστά και το πλάτος του από 6 ως 9 εκατοστά. Η σάρκα του είναι λευκοκίτρινη. Τα κυδώνια είναι πράσινα όταν είναι άγουρα.
Η θρεπτική αξία του φρούτου έγκειται κυρίως στη βιταμίνη C που περιέχει. Ο χυμός του είναι εύγευστος και καταναλώνεται από τα παιδιά, καθώς δεν περιέχει αλκοόλ. Το φρούτο περιέχει επίσης πολλή τανίνη και λιθώδη κύτταρα. Η κύρια χρήση των κυδωνιών είναι στη ζαχαροπλαστική. Συγκεκριμένα, από το φρούτο φτιάχνονται γλυκά κουταλιού, πελτές, κυδωνόπαστα και μαρμελάδες. Μάλιστα, ο όρος "μαρμελάδα" σήμαινε αρχικά μαρμελάδα από κυδώνια και προήλθε από την πορτογαλική λέξη marmelo, που σημαίνει «κυδώνι». Το ωμό κυδώνι χρησιμοποιείται ως βότανο κατά της διάρροιας. Επίσης, οι σπόροι του έχουν αποχρεμπτικές και μαλακτικές ιδιότητες.
Το φρούτο ήταν γνωστό στους Ακκάδιους, οι οποίοι το έλεγαν supurgillu[2] στα αραβικά safarjal = κυδώνια (πληθυντικός). Το σημερινό όνομα προήλθε από το quoyn (14ος αιώνας), μέσω της αρχαίας γαλλικής λέξης cooin από το λατινικό cotoneum malum / cydonium malum, που επίσης προήλθε από το κυδώνιον μήλον. Στους Βίους Παραλλήλους του Πλουτάρχου, ο Σόλων λέγεται ότι θέσπισε διάταγμα με βάση το οποίο «η νύφη και ο γαμπρός θα έπρεπε να κλείνονταν σε ένα δωμάτιο και να φάνε ένα κυδώνι μαζί» Αναφέρεται επίσης ότι ο Πάρης προσέφερε στη θεά Αφροδίτη ένα κυδώνι. Ο καρπός ήταν επίσης γνωστός στους Ρωμαίους.